- πυργίον
- τὸ, ΜΑβλ. πυργί(ο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυργίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργιον — Πυργίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργία — πυργίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίοις — πυργίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίου — πυργίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίων — πυργίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίῳ — πυργίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Birgi (Ödemiş) — Birgi Pyrgion Administration Pays … Wikipédia en Français
ακροπύργιο — το (Μ ἀκροπύργιον) ο ψηλότερος από τους πύργους ενός φρουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πυργίον, υποκορ. τού πύργος] … Dictionary of Greek
μεσοπύργιον — μεσοπύργιον, τὸ (Α) το τείχος μεταξύ δύο πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] … Dictionary of Greek